ΒΑΝΚΑΣ, ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ

Στα πλαίσια του πρότζεκτ για την παιδική εργασία οι μαθητές της Α τάξης του Πειραματικού Γυμνασίου Καβάλας έδωσαν ένα διαφορετικό τέλος στο διήγημα του Α. Τσέχωφ, "Ο Βάνκας". Μπράβο παιδιά για τις ωραίες ιδέες σας.

Χριστίνα Σκαμνιώτη, Α2

Ο Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει. Αλλά πριν το βάλει μέσα του έριξε δύο-τρείς σταγόνες από την κολόνια του παππού του. Την επόμενη μέρα, πήγε ο Βάνκας να  το ρίξει στο κουτί για να πάει στον μοναδικό του συγγενή. Μετά από λίγες μέρες, έφτασε το γράμμα στο χωριό αλλά ο ταχυδρόμος δεν ήξερε σε ποιον να  πάει και για αυτό τον λόγο το άφησε σε ένα καφενείο που πηγαίνουν σχεδόν όλοι και συζητούν. Εκείνη την στιγμή, περνούσε ένα γερασμένο σκυλί που έκανε συντροφιά στον παππού του. Εν τω μεταξύ, ο σκύλος αναγνώρισε την κολόνια του αφεντικού του, το άρπαξε μέσα από τα χέρια του  ταχυδρόμου και έτρεξε ορμητικά προς το σπίτι. Όταν ο παππούς άρχισε να το ανοίγει αναρωτήθηκε από ποιον  είναι. Μετά από λίγη ώρα, ο παππούς δακρυσμένος σήκωσε σιγά –σιγά το κεφάλι του και κοίταξε προς την πόρτα. Είδε ………. τον Βάνκα. Κατευθείαν έτρεξε προς τον παππού του και τον πολυαγαπημένο σκύλο του και αγκαλιάστηκαν. Τέλος, έμειναν μαζί για πάντα και υποσχέθηκαν να μην αφήσει ο ένας τον άλλον για τίποτα!

Δημήτρης Μπουμπούνας, Α2

Ο

 μικρός Βάνκας κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες του, νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του και ονειρευόταν την επιστροφή του στην ευτυχία. Ήταν σχεδόν ξημερώματα Ανήμερα των Χριστουγέννων, όταν χτύπησε η πόρτα και ο Αλιάχιν με τη γυναίκα του έτρεξαν να ανοίξουν τρομαγμένοι. Τότε αντίκρισαν μπροστά τους την νεαρή ‘Όλγα Ιγκνάτιεβνα ταλαιπωρημένη από το πολύωρο ταξίδι της και σχεδόν παγωμένη από το τσουχτερό κρύο της Μόσχας. Αφού αντάλλαξαν ευχές, τους εξήγησε με τη λεπτή και ευγενική της φωνή πως ο ταλαιπωρημένος από τα χρόνια, τα βαθιά γεράματα και τα προβλήματα υγείας Κωνσταντής Μακάριτς επιθυμούσε να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του μαζί με το μονάκριβο εγγονό του Βάνκα στο χωριό. Τους τόνισε μάλιστα πως η απούσία  του πολυαγαπημένου του εγγονού έχει κάνει τον παππού μελαγχολικό, λιγομίλητο, θλιμμένο και πως η κακή του ψυχολογκή κατάσταση επιδεινώνει καθημερινά τα προβλήματα υγείας του.

Έτσι ο πατέρας της Ζιβάρεφ την έστειλε στη Μόσχα για να συνοδέψει οριστικά πια πίσω στο χωριό το μικρό Βάνκα, θέλοντας να ικανοποιήσει την τελευταία ίσως επιθυμία του αγαπημένου και πιστού του νυχτοφύλακα, επιθυμώντας να τον δει και πάλι ευτυχισμένο και χαμογελαστό αλλά και τιμώντας τη μνήμη της πιστής και αφοσιωμένης καμαριέρας της Πελαγίας.



Γιουλιάν Τζεμάλι, Α2

Διπλώνει το γράμμα χαρούμενος ο Βάνκας και το βάζει σε έναν χρησιμοποιημένο φάκελο που βρήκε μπροστά του. Καθώς φορούσε το πανωφόρι του για να βγει και να πάει  να αφήσει το γράμμα του στο μπλε κουτί που του είχαν πει οι φίλοι του, μπαίνει το αφεντικό του μέσα στο μαγαζί. Εκείνος μη ξερώντας τι να κάνει πεταει το γράμμα κάτω και κάνει πως καθαρίζει το πάτωμα.

            Τελικα χωρίς να προσέξει τίποτα το ασυνήθιστο το αφεντικό του μετά από την μικρή ‘έρευνά’ που έκανε αποχώρησε από το μαγαζί αφήνοντας τον Βάνκα μόνο του. Ανακουφισμένος ο ίδιος βγήκε έξω και τρέχοντας πήγε και έριξε το γράμμα του στο κουτί.

            Μετά από λιγοήμερες ο Βάνκας δεν έλαβε απάντηση. Ο ίδιος είχε πια απελπιστεί και πίστευε πως δεν θα ξαναδεί τον πολυαγαπημένο του παππού.

            Όμως  για καλή του τύχη το αφεντικό του είπε πως θα πάνε στο χωριό του πάππου του για να προμηθευτούν κρέας για το χασάπικό του. Έτσι κι έγινε! Γεμάτος χαρά ανέβηκε στο κάρο και στον προορισμό  σκεφτόταν πως θα καταφέρει να δει τον πάππου του .

            Όταν φτάσανε στο χωριό η δουλειά του ήταν να πάει σε διάφορα σπίτια και να ερωτάει για τις τιμές του κρέατος! Ανάμεσα στα σπίτια ξεχώρισε το σπίτι του πάππου του. Γεμάτος ευτυχία και αισιοδοξία ο Βάνκας κτυπάει την πόρτα του σπιτιού. Αυτή που του άνοιξε την πόρτα ήταν η Όλγα Ιγκνάτιεβα. Στην αρχή ο Βάνκας δεν την γνώρισε αλλά μετά πετάχτηκε στην αγκαλιά της.

            Ξαφνικά  αρχίζει να φωνάζει μέσα στο σπίτι «πάππου, πάππου» όμως δεν έπαιρνε απάντηση. Όταν τον άκουγε η Όλγα έκλαιγε .Στη συνεχεία φώναξε τον Βάνκα να κατέβει κάτω. Εκείνη του εξήγησε πως είχε φύγει από την ζωή πριν 2 μήνες. Αυτός μην πιστεύοντας αυτό που  άκουσε γύρισε κλαίγοντας στο σημείο όπου θα συναντούσε το αφεντικό του.

            Όταν άρχισε να ρωτάει για τιμές το αφεντικό του, ο Βάνκας σήκωσε το κεφάλι του και είπε πως δεν ρώτησε κανέναν γιατί... Μην αφήνοντάς  τον να συνεχίσει , το αφεντικό του τον βαράει στο κεφάλι σκοτώνοντάς τον ακαριαία μες την μέση του δρόμου.

            Τελικα το αφεντικό του καταλήγει στις φύλακες ενώ ο 9 χρόνος  Βάνκας θάφτηκε διπλά στον πολυαγαπημένο του παππού που τόσο λαχταρούσε να δει.

 Ελίζα Κεχαγιά, Α1

Ο Βάνκας δίπλωσε το γράμμα, το έβαλε στον φάκελο κι έγραψε τη διεύθυνση: Στον Κωνσταντή Μακάριτς στο χωριό Καμπαρντίνκα. Ευχαριστημένος, πήγε στο ταχυδρομείο και το έβαλε στο κουτί.  Το γράμμα φτάνει στο χωριό λίγο μετά την Πρωτοχρονιά. Ο παππούς το διαβάζει και δεν μπορεί να πιστέψει στα μάτια του. Ποτέ δεν φαντάστηκε πόσο πολύ κακομεταχειρίζονταν τον εγγονό του. Στεναχωρήθηκε πάρα πολύ και την επόμενη κιόλας μέρα, ξεκινάει για να πάει να πάρει τον Βάνκα. Μόλις έφτασε στη Μόσχα, βρήκε το τσαγκαράδικο που δούλευε ο Βάνκας. Συζήτησε με το αφεντικό του και του απαίτησε να του δώσει τον Βάνκα. Έτσι γύρισαν στην Καμπαρντίνκα. Ο Βάνκας τώρα ζει ευτυχισμένος μαζί με τον παππού του και τις υπηρέτριες στο χωριό.

Ευαγγελία Νάτση, Α1

Και όπως ήταν φυσικό, το γράμμα δεν πήγε ποτέ στον παππού. Εκείνα τα Χριστούγεννα ο Βάνκας δε θα τα ξεχνούσε ποτέ. Ήταν τα χειρότερα της ζωής του! Ξυπνούσε κάθε μέρα με λαχτάρα κι ανυπομονούσε να δει τον παππού του να εμφανίζεται. Αυτό δε γινόταν κι έτσι ο πόνος , η κούραση το κρύο και η πείνα γινόταν ακόμη πιο αβάσταχτα. Και αυτό που ο Βάνκας φοβόταν έγινε αμέσως μετά τα Χριστούγεννα. Τον είχαν στείλει σε ένα θέλημα και στην επιστροφή δεν άντεξε. Λιποθύμησε κι έπεσε στο χιονισμένο δρόμο. Σχεδόν αμέσως όμως, δυο στιβαρά χέρια τον σήκωσαν  και ήταν αυτά ου θα τον έσωζαν για πάντα. Όταν ξύπνησε βρισκόταν σε ένα μοναστήρι, λίγο έξω από τη Μόσχα. Ο καλόγερος που τον βρήκε πεσμένο στο χιόνι, τον περιέθαλψε και τον πήρε κοντά του για πάντα. Εκεί ο Βάνκας μεγάλωσε ήρεμα σε ένα ζεστό περιβάλλον, έμαθε γράμματα και το κυριότερο, ξαναβρήκε τον αγαπημένο του παππού...

Αχιλλέας Ευθυκράτης, Α1
 

Ο Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα, φόρεσε την τρύπια ζακέτα του και πήρε το δρόμο για το κουτί των γραμμάτων. Όμως για κακή του τύχη , έπεσε πάνω στον Αλάχιν που γύριζε πιωμένος.  Αυτός μόλις τον είδε του πάτησε δυο ξυλιές με το καλαπόδι και τον τραβούσε από το αυτί για το σπίτι εξοργισμένος,  διότι βγήκε έξω χωρίς την άδειά του .

 Όταν  έφτασαν στο σπίτι ο Αλαχίν ρώτησε τον Βάνκα πού είχε πάει . Ο βάνκας αρνήθηκε να του πει. Τότε ο Αλαχίν άρχισε να τον βαράει μανιωδώς. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε  ως  από μηχανής θεός ο παππούς του Βάνκα  . Ο παππούς βλέποντας αυτό το θέαμα δεν πίστευε στα μάτια του. Αμέσως έβγαλε από τη τσέπη του το στιλέτο και το πέταξε κατάστηθα στον Αλαχίν. Εγγονός και παππούς έτρεξαν και βγήκαν από το σπίτι ενώ ο Αλαχιν ήταν ανήμπορος να αντιδράσει. Την επόμενη μέρα ο Βάνκας και ο παππούς του πήραν το τρένο και επέστρεψαν στο χωριό.  Ο παππούς συνέχιζε να δουλεύει στο χωριό έχοντας στο πλευρό του τον Βάνκα .







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ 369-529

Η ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ

Ευριπίδη Ελένη-Β επεισόδιο, 4η σκηνή