ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

Κώστας Κρυστάλλης. Ο μεγάλος Βλάχος ποιητής, “ο τραγουδιστής του βουνού και της στάνης”.

Ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε το 1867 στο Συρράκο της Ηπείρου. Το  Συρράκο ηταν ενα όμορφο βλαχοχώρι στην Πίνδο, σε υψόμετρο 1800 μ. με κατοίκους βλάχους νομάδες κτηνοτρόφους, οπως ολα τα βλαχοχώρια στην Πίνδο, που το καλοκαίρι ανέβαιναν στο χωριό και το χειμώνα κατέβαιναν στα πεδινά των Ιωαννίνων. Αργότερα οι κάτοικοι άρχισαν να ασχολούνται και με το εμπόριο, στο οποίο αρκετοί σημείωσαν εξαιρετικές επιτυχίες. Το όνομα του πατέρα του ηταν Δημήτρης Κρουστάλλης αλλά ο ποιητής το άλλαξε σε Κρυστάλλης οταν ηρθε στην Αθήνα.

Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο χωριό και δέθηκε με την φύση και τον τόπο του τον οποίο αγάπησε υπέρμετρα και εξύμνησε με πάθος στα έργα του. Σε ηλικία 12 ετών πεθαίνει η μητέρα του σε μικρή ηλικία χτυπημένη απο φυματίωση, αρρώστια θανατηφόρα για την εποχή εκείνη, την οποία ¨κληρονόμησαν» ο Κρυστάλλης και ο αδελφός του αφού και οι δύο πέθαναν σε νεαρή ηλικία απο αυτή. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε αλλά ο Κρυστάλλης δεν αποδέχτηκε ποτέ την μητριά του και δεν συγχώρεσε γι’αυτό ποτέ τον πατέρα του με τον οποίο δεν έκανε ιδιαίτερα στενή σχέση μέχρι τον θανατό του. Οταν τελείωσε το Δημοτικό σχολείο στο Συρράκο ο πατέρας του τον πήρε στα Γιάννινα, οπου είχε εν τω μεταξύ εγκατασταθεί ασκώντας εμπορικές επιχειρήσεις.

Στα Γιάννινα ο Κρυστάλλης παρακολούθησε την Ζωσιμαία Σχολή απο το 1979 μέχρι το 1885 οπότε και διέκοψε τις σπουδές του επειδή αρρώστησε και ο πατέρας του τον έστειλε στο χωριό οπου το κλίμα ειναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση της αρρώστιας. Ο Κρυστάλλης έχει ηδη αρχίσει να επηρεάζεται απο το εθνικό κίνημα της εποχής δεδομένου οτι το Συρράκο ηταν ακόμη Τούρκικο και παρέμεινε οριακά  στην Τουρκία και με την νέα οριοθέτηση των συνόρων μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Εχει αρχίσει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα σε γλώσσα καθαρεύουσα, ενω συγχρόνως ασχολείται με το την εθνικότητα της Ηπείρου και την Ελληνικότητα των Βλάχων, για τα οποία συλλέγει οσα περισσότερα στοιχεία μπορεί, πολεμώντας την Ρομουνική προπαγάνδα που είναι σε πλήρη εξέλιξη απο κάποιον Μαργαρίτη. Ο Μαργαρίτης με την προπαγάνδα του προσπαθεί να εξεγείρει τους βλάχους της Ελλάδος σε αποδοχή ρομουνικής εθνότητας και καταγωγής. Τις καλοκαιρινές διακοπές του σχολείου τις πέρναγε στο χωριό ασχολούμενος εντατικά και αποκλειστικά με την συλλογή στοιχείων για εθνική παράδοση των βλάχων της Πίνδου, τα οποία και καταγράφει. Το 1886 ολοκληρώνει την πρώτη σημαντική συλλογή ποιημάτων με τίτλο «Αι σκιαί του Αδου» με έντονο το εθνικόαπελευθερωτικο πνεύμα και αναφορές στις συνθήκες της υπόδουλης ζωής στους Τούρκους και για τον λόγο αυτόν αργότερα θα διωχθεί.

Ο Μαργαρίτης ζητάει απο τον πατέρα του Κρυστάλλη στα Γιάννινα να πάρει τον ποιητή στο Βουκουρέστι για σπουδές, πράγμα που αυτός αρνείται. Και τότε ο Μαργαρίτης καταδίδει τον Κρυστάλλη στους Τούρκους για τα αντιτουρκικά γραφόμενά του. Οι Τούρκοι τον αναζητούν  στο σχολείο και ο Κρυστάλλης με την βοήθεια των συμμαθητών και δασκάλων καταφέρνει να διαφύγει την σύλληψη. Μετά αυτή την εξέλιξη ο πατέρας του φροντίζει αμέσως και ο Κρυστάλλης φυγαδεύεται νύχτα ντυμένος βοσκός περνώντας τα Ελληνοτουρικά σύνορα προς την ελεύθερη Ελλάδα.
Φτάνει στην Αθήνα το Γενάρη του 1889 οπου συναντάει ανυπέρβλητα εμπόδια στην εκπλήρωση των οραμάτων του για μια ζωή που θα του εξασφάλιζε άνετη ασχολία με το αγαπημένο του γράψιμο. Προσπάθησε ματαίως να βρεί κάποια εργασία για την εξοικονόμηση των προς το ζείν, παρ’οτι απευθύνθηκε σε πολλούς γνωστούς. Και ενω τα χρήματα που είχε μαζί του άρχισαν να τελειώνουν, ο συχγωριανός του Σπ. Λάμπρου, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, του βρήκε εργασία σε ενα τυπογραφείο. Περιττό να σημειωθεί οτι οι συνθήκες εργασίας του τυπογραφείου ειναι οτι χειρότερο για την εύθραυστη υγεία του και την αρρώστια της φυματίωσης που είχε ηδη εκδηλωθεί. Ομως η θέληση και το πείσμα του να καταξιωθεί ως ποιητής τον κάνει να εργάζεται 10-12 ωρες στο τυπογραφείο και τις νύχτες να διαβάζει και να γράφει, επιβαρύνοντας συνεχώς την υγεία του. Εχει αρχίσει ηδη να εγκαταλείπει την καθαρεύουσα και γράφει στην δημοτική, της οποίας ελάχιστοι ηταν τότε υποστηριχτές. Το 1890 ετοιμάζει την συλλογή του «Αγροτικά» την οποία υποβάλλει στο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό Ποίησης, με κυριώτερους αντιπάλους τους καταξιωμένους ηδη ποιητές Κ.Παλαμά και  Ι.Πολέμη, οι οποίοι παίρνουν τα δύο βραβεία και ο Κρυστάλλης μόνο εναν έπαινο.  Αυτή ηταν ομως η πρώτη του επιτυχία που τον καθιερώνει ως γνωστό ποιητή και του δίνει την δυνατότητα να ξεφύγει απο την δουλειά του τυπογραφείου και πιάνει δουλειά στο περιοδικό «Εβδομάδα» που εκδίδει ο Δαμβέργης, στο οποίο δημοσιεύει την μελέτη του για τους βλάχους της Πίνδου. Σε λίγο σταματάει και απο την «εβδομάδα» και πιάνει δουλειά στο εγκυκλοπαιδικό λεξικό του Μπάρτ, οπου γράφει άρθρα και θέματα για την Ηπειρο. Τότε του δίνεται και ενας διορισμός στους σιδηροδρόμους Πελοποννήσου με καλύτερη αμοιβή αλλά κουραστική δουλειά. Συνεχίζει ομως να γράφει τις νύχτες. Την περίοδο αυτή ολοκληρώνει και το πιό τέλειο ίσως απο τα έργα του τον «τραγουδιστή του βουνού και της στάνης», το οποίο υποβάλλει πάλι στο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό. Ειχε ομως την ατυχία εισηγητής να είναι ο κλασσικομανής και υπέρμαχος της καθαρεύουσας Αγγελος Βλάχος ο οποίος δεν δέχεται την δημοτική γλώσσα του Κρυστάλλη και δίνει το βραβείο στον Στρατήγη για ενα ασήμαντο ποίημα ενω ο Κρυστάλλης μένει πάλι με τον έπαινο. Η απόφαση καταδικάστηκε απο το σύνολο σχεδόν του κόσμου των γραμμάτων ενω ο εκδότης της εφημερίδας «Ακρόπολη» Γαβριηλίδης κατακεραυνώνει σε άρθρο του τον Α.Βλάχο. Η απόφαση όμως του διαγωνισμού αυτού εχει σαν αποτελέσμα την μεγάλη αναγνώριση του ποιητή Κρυστάλλη και του ανοίγει επιτέλους τους ορίζοντες που είχε οραματιστεί απο μικρός.
Δυστυχώς όμως ήρθε αργά γιατί η αρρώστεια  εχει ηδη προδιαγράψει καταδικαστικά το μέλλον του. Εν τω μεταξύ εχει απολυθεί απο τους σιδηροδρόμους αλλά η τύχη του χαμογελά μάλλον ειρωνικά αφού τώρα κερδίζει σε ενα λαχείο αρχαιοτήτων 2500 δραχμές, ποσό σημαντικό για τον ίδιο και την εποχή, αν σκεφθούμε οτι στην πρώτη του δουλειά στο τυπογραφείο είχε ημερομίσθιο μία δραχμή. Η κατάσταση ομως της  υγείας του εχει επιδεινωθεί με αιμοπτύσεις και δεν του επιτρέπει ουτε  να εργαστεί ουτε να γράψει. Οι φίλοι του προσπάθησαν να τον απομακρύνουν απο την Αθήνα αλλά ο ιδιος εχει πλέον αποκτήσει ψυχολογία μελλοθανάτου και ξενυχτάει παίζοντας πρέφα και γράφοντας άρθρα για το λεξικό Μπάρτ. Η υγεία του χειροτερεύει συνεχώς και πείθεται να φύγει για την Κέρκυρα αλλά και εκεί το κλίμα δεν του κάνει καλό και αποφασίζει να πάει στην αδελφή του που ζούσε στην Αρτα και αφού μείνει λίγο καιρό να επιστρέψει στο χωριό του. Ομως ο θάνατος δεν του επέτρεψε να ξαναδεί το χωριό του και τα αγαπημένα του βουνά και στις 22 Απριλίου 1894, σε ηλικία 27 ετών, αφήνει στην Αρτα την τελευταία του πνοή. Δυστυχώς γι’αυτόν αλλά και για την Ελλάδα, ούτε η Αθήνα, ούτε οι άνθρωποι της διοίκησης αλλά ουτε και οι άνθρωποι των γραμμάτων, προσέφεραν αυτό το ελάχιστο που άνθρωποι σαν τον Κρυστάλλη χρειάζονται για να προσφέρουν τον μεγάλο  διανοητικό, πολιτιστικό και καλλιτεχικό πλούτο του ταλέντου τους στην πατρίδα.

Το ποίημα "Ηλιοβασίλεμα"
Το ποίημα αποτελεί έκφραση λατρείας του ποιητή για την αγροτική ζωή του χωριού, λατρεία, η οποία δικαιολογείται από τις τραμαυτικές εμπειρίες του ποιητή.
Στο ποίημα τονίζεται η κούραση αλλά ταυτόχρονα και το αίσθημα ψυχικής ικανοποίησης των αγροτών οι οποίοι γυρίζουν στο σπίτι τους κουρασμένοι ύστερα από μια μέρα εργασίας στην όμορφη φύση η οποία αποτελεί πηγή χαράς για τους αγρότες.
Ο τελευταίος στίχος του ποιήματος "γεια και χαρά στον κόσμο μας, στον όμορφο μας κόσμο!" φανερώνει την αγάπη του ποιητή για τη φύση και τη ζωή στο χωριό και θυμίζει το στίχο του Δ.Σολωμού:"Όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος"

Το φτάσιμο
Γεώργιος Δροσίνης


Θα βραδιάζει η μέρα, όταν θα φτάνομε
στου χωριού τ' αποσκιωμένα αλώνια
θα φανούν λευκά τα χωριοτόσπιτα
πίσω από των πεύκων τ' ακροκλώνια.


Μακριά θ' ακούονται αρνιών βελάσματα
βραδινή καμπάνα θα σημαίνει
στη βρυσούλα βόδια θα ποτίζονται,
θα καπνίζουν φούρνοι φλογισμένοι.


Θα βαθιανασαίνουμε στο διάβα μας
μυρωδιά από στάχυα θερισμένα.
Θα μας ευχηθούν το «καλώς ήρθατε»
χέρια από τον κάματο αργασμένα.


Από το κατώφλι αναμερίζοντας
του καιρού τ' αγκάθια και τα χόρτα,
του κλειστού παλιόπυργου θ' ανοίξομε
τη βαριά τη σιδερένια πόρτα.


Δραστηριότητα
Χωριστείτε σε ομάδες των 3 ομάδων και ζωγραφίστε σκηνές του ποιήματος.(φροντίστε να έχετε μαζί σας ο,τι χρειάζεστε για να ζωγραφίσετε). Στη συνέχεια θα επιλέξετε  ένα μουσικό κομμάτι που θα ταιριάζει στην ελληνική ύπαιθρο και στις ασχολίες των κατοίκων της. Με τις ζωγραφιές σας και το μουσικό κομμάτι που επιλέξατε θα δημιουργηθεί ένα όμορφο βίντεο που θ' αναρτηθεί στο διαδίκτυο.

 
ImageChef.com Poetry Blender

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ 369-529

Η ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ

Ευριπίδη Ελένη-Β επεισόδιο, 4η σκηνή