Ο Βάνκας, Άντον Τσέχωφ

Ο Βάνκας, Α.Τσέχωφ

Το διήγημα “Ο Βάνκας” ανήκει στη συλλογή των διηγημάτων που εξέδωσε ο `Αντον Τσέχοφ το 1886 με τον τίτλο “Ποικίλα διηγήματα”. Αν και έργο νεότητας του συγγραφέα, το διήγημα έχει όλες τις αρετές του δημιουργού του: απλότητα, ρεαλισμό, βαθιά γνώση της ανθρώπινης ψυχής και της ανθρώπινης τραγικότητας. Γι’ αυτό και δίκαια θεωρείται ως ένα από τα διασημότερα κείμενα του Τσέχοφ. Αναφέρεται στα βάσανα που περνά στη Μόσχα ένας μικρός βιοπαλαιστής, ο Βάνκας, και στον πόθο του να γυρίσει στην ξεγνοιασιά της υπαίθρου, όλα εκφρασμένα μέσα σ’ ένα απελπισμένο γράμμα στον παππού του στο χωριό. 

ΝΟΗΜΑ
Ο Βάνκας Ζούκοφ, ένα ορφανό εννιάχρονο αγόρι, δουλεύει σ’ ένα τσαγκαράδικο της Μόσχας. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων αποφασίζει να γράψει ένα γράμμα στον παππού του που ζει στο χωριό. Καθώς το αγόρι γράφει το γράμμα, φέρνει στο μυαλό του τη μορφή του παππού και θυμάται τα ευτυχισμένα Χριστούγεννα που περνούσε όσο ζούσε η μητέρα του, απολαμβάνοντας την αγάπη και τη στοργή όλων. Η ζωή του Βάνκα στο χωριό ήταν ευτυχισμένη και χαρούμενη. Συχνά πήγαινε στο δάσος με τον παππού ή, όταν έμενε σπίτι, η δεσποινίς `Ολγα του μάθαινε να γράφει, να μετρά και να χορεύει.

Στο γράμμα του ο Βάνκας περιγράφει τη δυστυχισμένη και σκληρή ζωή που περνά στο τσαγκαράδικο. Το αφεντικό του τον βασανίζει καθημερινά, τον χτυπάει με το παραμικρό και γενικά του συμπεριφέρεται πολύ βάναυσα. Το ίδιο άσχημα του συμπεριφέρεται και η γυναίκα του αφεντικού του, καθώς και οι άλλοι καλφάδες που δουλεύουν εκεί. Πολλές φορές τον αφήνουν νηστικό, τον βρίζουν χωρίς λόγο και γενικά του κάνουν τη ζωή μαύρη. Δεν αντέχει άλλο αυτή την άθλια ζωή και ζητά από τον παππού του να τον πάρει στο χωριό μαζί του. Υπόσχεται ότι θα είναι υπάκουος και θα κάνει όλες τις δουλειές που θα του αναθέτουν. Τελειώνοντας ο Βάνκας το γράμμα, το κλείνει σ’ ένα φάκελο και γράφει απ’ έξω το όνομα του παππού του. Αφού πηγαίνει και το ρίχνει σ’ ένα ταχυδρομικό κουτί, επιστρέφει στο σπίτι γεμάτος ευτυχία και αγαλλίαση, για να κοιμηθεί ήσυχος πια στο κρεβάτι του.

Πηγή:  http://www.odyssey.com.cy/main/default.aspx?tabID=138&itemID=1015&mid=920

Θεματικά κέντρα
  1. Η παιδική βιοπάλη. Οφάνια-φτώχεια-εργασία
  2. Η ανάγκη του παιδιού για αγάπη και φροντίδα
  3.  Σκληροί εργοδότες, αθώοι βιοπαλαιστές.

 Ο σκοπός του συγγραφέα
 Αναμφίβολα, σκοπός του συγγραφέα σ’ αυτό το διήγημα είναι να ξεσκεπάσει τις άθλιες συνθήκες εργασίας των ανήλικων παιδιών, καθώς και να καυτηριάσει την κοινωνική αδικία και ανισότητα που επικρατούσαν στην τσαρική Ρωσία. Μέσα από τη βασανιστική ζωή που περνούσε ο Βάνκας στο τσαγκαράδικο, ανακαλύπτουμε τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας των μικρών παιδιών και την εκμετάλλευση τους από τους πλούσιους και δυνατούς.

 Ενότητες
1η Ενότητα: “Ο Βάνκας … απόμεινες”. Ο Βάνκας αρχίζει το γράμμα στον παππού.
2η Ενότητα: “Ο Βάνκας … για τις γιορτές”. Η προσωπικότητα του παππού και οι ευτυχισμένες αναμνήσεις στο χωριό.
3η Ενότητα: “Ο Βάνκας αναστέναξε … αγαπημένε μου παππού, έλα”.Η σκληρή ζωή του Βάνκα στη Μόσχα και η παράκληση στον παππού να τον πάρει από εκεί.
4η Ενότητα: “Ο Βάνκας δίπλωσε … ουρά του”. Η αποστολή του γράμματος και οι μάταιες ελπίδες που τρέφει ο Βάνκας 

 Ο τρόπος έκθεσης της ιστορίας
Το εύρημα του συγγραφέα έγκειται στο ότι ο αναγνώστης μαθαίνει για τη ζωή του Βάνκα με αφορμή το γράμμα που στέλνει στον παππού του, όπου κάνει λόγο για το παρόν και το παρελθόν. Η αφήγηση με τον τρόπο αυτό κινείται σε δύο επίπεδα: στο τώρα, που είναι η ζωή στη Μόσχα και περιγράφεται στο γράμμα και στο τότε, που αναφέρεται στη ζωή στο χωριό και περιγράφεται με τη μορφή της αναπόλησης. Αυτή η αναπόληση, αν και ανατρέχει στο παρελθόν, γίνεται κάποτε σε παροντικό χρόνο, δίνοντας θεατρική ζωντάνια στην αφήγηση και προκαλώντας την άμεση συμμετοχή του αναγνώστη.

Αφηγητής – αφήγηση
α) πρωτοπρόσωπος αφηγητής (το γράμμα του Βάνκα) ή πρωτοπρόσωπη αφήγηση

-         είναι αφήγηση υποκειμενική, δηλαδή μια αφήγηση που δίνεται μέσα από την προσωπική ματιά του ήρωα

β) τριτοπρόσωπος αφηγητής ή τριτοπρόσωπη αφήγηση:

-         είναι μια πιο αντικειμενική αφήγηση μέσα απο ένα τρίτο πρόσωπο παντογνώστη.

                                                            Γλώσσα-Ύφος
     Είναι η απλή και καθημερινή γλώσσα ενός εννιάχρονου παιδιού. Το ύφος είναι άμεσο, απλό, ζωντανό και παραστατικό και γίνεται λυρικό, όταν περιγράφεται η ζωή στο χωριό.

       Ο  Βάνκας

       Για τον παππού
    Φαίνεται να αγαπάει τον παππού του υπερβολικά και τον αποκαλεί αγαπημένο και πολυαγαπημένο πολλές φορές. Το γράμμα του ξεχειλίζει από αγάπη και τρυφερότητα για το πρόσωπο του παππού και του δείχνει απεριόριστη αφοσίωση, εμπιστοσύνη, αδυναμία και τρυφερότητα. Τα αισθήματα αυτά είναι ιδιαίτερα έντονα, όταν ο Βάνκας με συγκίνηση αναπολεί τις όμορφες στιγμές στο χωριό.Ο παππούς του Βάνκα είναι η μόνη ελπίδα σωτηρίας στις δύσκολες στιγμές που βιώνει ο μικρός βιοπαλαιστής.

Η ζωή του Βάνκα

Ο Βάνκας Ζούκοφ είναι ένα ορφανό εννιάχρονο αγόρι, που δουλεύει σ’ ένα τσαγκαράδικο της Μόσχας. Η ζωή του εκεί είναι πραγματικά σκληρή, δύσκολη και βασανιστική. Δεν υπάρχει κανένας που να τον αγαπά και να νοιάζεται γι’ αυτόν. Καθημερινά έχει ν’ αντιμετωπίσει τη σκληρότητα και τη βάναυση συμπεριφορά του αφεντικού του, αλλά και της κυρά του. Τον χτυπούν και τον βρίζουν με το παραμικρό και γενικά του κάνουν τη ζωή κόλαση. `Ασχημα του συμπεριφέρονται επίσης και οι καλφάδες που δουλεύουν εκεί. Το φαγητό που του δίνουν δεν είναι αρκετό, ενώ τον βάζουν να κοιμάται μπροστά στην πόρτα και, όταν κλαιει το μωρό, δεν μπορεί να κλείσει μάτι.
Αντίθετα, η ζωή που ζούσε ο Βάνκας κοντά στον παππού του στο χωριό ήταν πολύ διαφορετική. Τότε το αγόρι ήταν χαρούμενο και ευτυχισμένο, καθώς όλοι του έδειχναν την αγάπη τους και τη στοργή τους. Τις μέρες των Χριστουγέννων ο Βάνκας πήγαινε με τον παππού του στο δάσος, για να κόψουν έλατο για τον αφέντη, γελούσαν και διασκέδαζαν λέγοντας αστεία. Στο υποστατικό, η δεσποινίς `Ολγα είχε αναλάβει τη μόρφωση του. Τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να μετρά, ενώ πολλές φορές τον φόρτωνε με γλυκά. `Ηταν, λοιπόν, πολύ ευτυχισμένες οι μέρες που είχε περάσει ο Βάνκας στο χωριό κοντά στους ανθρώπους που τον αγαπούσαν.

Ο Βάνκας αναγκάζεται να γράψει αυτό το απελπισμένο γράμμα στον παππού του επειδή δεν αντέχει άλλο τη δύσκολη και βασανιστική ζωή που περνά στο τσαγκαράδικο. Το αφεντικό του συνέχεια τον δέρνει, τον βρίζει και γενικά του κάνει τη ζωή μαύρη και ανυπόφορη. Ο Βάνκας λοιπόν δεν αντέχει άλλο αυτές τις συνθήκες ζωής και ζητάει από τον παππού του να τον πάρει μαζί του στο χωριό. Είναι τόσο δυστυχισμένος και απογοητευμένος με τη ζωή, που εναποθέτει όλες τις ελπίδες του σ’ αυτό το γράμμα στον παππού, το μόνο δικό του άνθρωπο που έχει στον κόσμο. 

     Το γράμμα που έστειλε ο Βάνκας στον παππού του δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει στον προορισμό του, καθώς ο μικρός δεν έγραψε τη διεύθυνση του παππού πάνω στο φάκελο. Μέσα στην παιδική του άγνοια και αφέλεια, ο Βάνκας συμπλήρωσε μονάχα το όνομα του παππού και την προσφώνηση “Στο χωριό”, χωρίς όμως να προσδιορίζει ποιο είναι το χωριό. Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν το μήνυμα δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει στον προορισμό του. 



-        



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ 369-529

Η ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ

Ευριπίδη Ελένη-Β επεισόδιο, 4η σκηνή